IMG_5604.jpeg

Άλλη μια βραδιά που οδηγώ εμμονικά, για να ξορκίσω την απόγνωση της ετυμηγορίας σου. Σε κάθε εναλλαγή του τοπίου καραδοκεί μια έκφανση της άρνησης σου.

Αναμετρώ τα δέντρα που εκσφενδονίζονται με ορμή προς τα πίσω και ζω την ψευδαίσθηση της λύτρωσης απο την έλξη σου.

Τα σκοτωμένα ζώα στο δρόμο ανασταίνονται και τρέχουν να ξεφύγουν από τις ανελέητες ριπές των προβολέων του αυτοκινήτου. Μαζεύουν τα τσακισμένα μέλη τους, και ξαναπεθαίνουν λίγο παρακάτω στην παραζάλη των ίσκιων σου και στα απειλητικά θροΐσματα των ματαιώσεων σου.

Εικόνες σου με καταδιώκουν μέσα σε σήραγγες στο Βραχάσι, στα Τοπόλια, στον Καρακόλιθο. Με ποντίζουν στα σκοτάδια τους, ενώ μεταβάλλεται ο ήχος σε αντήχηση. Τα χέρια σου αναπηδούν μέσα από κρυφές στοές, επιχειρώντας να με ψηλαφήσουν και να ξεσκίσουν κάθε απόδραση. Τεράστιοι εξαερισμοί περιστρέφονται ξέφρενα στην κορυφή και μετατρέπουν τη νηνεμία σε καταιγίδα. Ο χρόνος που έμοιαζε με παρόν στην αρχή με εξακοντίζει πίσω στο ατελέσφορο μέλλον δίπλα σου. Φτάνω σε άλλη εποχή και σε άλλους καιρούς στο πέρας του τούνελ.

Αλίαρτος, Αγία Ευθυμία, Φραγκίστα, Αθαμάνιο, Μεροχώρα, μέρη απρόσμενα, που ποτέ δεν είδες, αλλά πρόλαβες να μιάνεις με την υπεροψία των ερώτων και την δειλία των υπεκφυγών σου.

Απομακρύνομαι πέρα από τις οσμές και τις αισθήσεις σου. Τα χιλιόμετρα περιγελούν την υποχώρηση μου.

Επαναλαμβάνω με λύσσα τις διαδρομές, που κοντά σου έμαθα και αναλογίζομαι, αν ο θάνατός σου σκηνοθετήθηκε για να ισοσκελίσει το φως με την ύβρη των ανέμελων ονείρων σου.

IMG_5605.jpeg

Όπως τότε, που μέσα από τα μισάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών καθώς κρυφοκοίταζες, μου έλεγες πως κλέβεις κάτι ελάχιστο από την ιστορία και τους καημούς των ανθρώπων, δώρα ακριβά και πολύτιμα, για να μου τα χαρίσεις. Τόσοι ανύπνωτοι όρθροι, αναβαπτισμένοι στο νόστο, που σήμερα προεξοφλούν την οδύνη.

Αγγίστα, Πορόια, Άβδηρα, Κίρκη.. Παραπατώ και όσο ξεγλιστρώ από σένα, τόσο σε εξιδανικεύω

Όμως κατόρθωσα να προσηλώνομαι, παρόλο που η καρδιά ακόμα αναπλάθει τις λεπτομέρειές σου, μόνο στα απροσδόκητα εκκλησάκια στις άκριες των ξεχασμένων δρόμων, πίσω από τα δέντρα τα ακανόνιστα και τα σήματα τα κυρτά και παραμορφωμένα. Εκείνα που, άλλες φορές σαπισμένα από τις βροχές και τη λησμονιά κι άλλοτε με στεφάνια και φωτογραφίες δεητικές φορτωμένα, αναπαριστούν μάταια την κακιά στιγμή, με τους σταυρούς τους μαρτυρικούς και το αμετάκλητο μιας επώδυνης πορείας.

Και στα κίτρινα, σχεδόν πένθιμα ηλιοβασιλέματα των βουνών, που περιλούζουν με την αοριστία τους τις πίκρες και την παραμυθία, προοιωνίζοντας τις ατέλειωτες νύχτες των ταξιδιών σε χωριά και πολιτείες κοιμισμένες και ανυποψίαστες.

Γιατί ξέρω ότι κάθε που περνώ από τα μέρη που κάποτε εξάγνισες με το φαντασιακό γέλιο σου, κάθε που παρασύρομαι στα τοπία που σφραγίστηκε η μορφή σου, μόνος πια, χωρίς τα χέρια σου να επικυρώνουν τη θαλπωρή και την υπόσχεση, δίχως τα μάτια σου να εκκολάπτουν τη λάμψη, και τα χείλη σου να προσάπτουν τους έρωτες, κάτι από σένα εξαϋλώνεται και ενσωματώνεται στο νεκρικό σου πεπρωμένο και στις πλαγιές που εναλλάσσονται, και στους γκρεμούς, που εκλιπαρούν εκβιαστικά, υποδεικνύοντας τη λάθος στροφή, που θα με εξιλεώσει.

Και φρίττω για τη στιγμή που με μανία θα χαράξω την ίδια πορεία, στις κακοτοπιές του Δίστομου και στις καμπές πέρα από το Γαλαξίδι, που το πρόσωπό σου δε θα σχηματιστεί στο ταμπλό του αυτοκινήτου μου και η συνήθεια θα ξεκληρίσει τις αναμνήσεις τις λυτρωτικές της πρόσκαιρης ύπαρξής σου. Αυτό το φθινόπωρο το ταξίδι θα τελειώσει εκεί, που οι σκοτωμένοι διεκδικούν την προσωρινή τους ανάσταση και ένα σάπιο εκκλησάκι σε μια αποτρόπαια στροφή αντηχεί το σιωπηρό κάλεσμά σου.

IMG_5603.jpeg